A v. πείθω. πῖθι, v. πίνω.
πιθήσας: ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πιθέω, ἴδε ἐν λέξ. πείθω.
πιθήσας: όπως αν προερχόταν από το πιθέω, μτχ. αορ. αʹ του πείθω.
πιθήσας ptc. aor. act. van πείθω.
πῐθήσας: эп. part. aor. к πείθω.