πλείσταρχος

Revision as of 17:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B.3.12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες
2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος
βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλείσταρχος -ον [πλεῖστος, ἄρχω] het meeste gezag hebbend.