πλαγιόμματος

Revision as of 17:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with oblique eyes, squinting, Eust.768.7.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιόμματος: -ον, ὁ ἔχων πλαγίους ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Εὐστ. 768. 7.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που βλέπει λοξά, ο αλλήθωροςστραβός καὶ πλαγιόμματος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -όμματος (< ὄμμα, -ατος), πρβλ. μον-όμματος, πολυ-όμματος).