πλάγιος
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
[ᾰ], πλαγία, πλάγιον, also πλάγιος, πλάγιον Thphr. CP 3.6.3, etc.: (v. πλάζω (A) fin.):—
A placed sideways, athwart, τριήρεις Th.7.59, etc.; πλαγία φορά oblique motion, Pl.Ti.39a; opp. ἀντία (direct), ib.43e; πλάγιον θεῖναί τι, opp. ὀρθόν, X.Oec.19.9; τάφρους ὀρύσσειν τὰς μὲν πλαγίους τὰς δὲ ὀρθίας Thphr. l.c.; μαστοὶ πλάγιοι pointing sideways, Arist.PA688a35: Geom., πλαγία διάμετρος transverse diameter, Apollon.Perg.Con.1 Def.1.5; πλαγία πλευρά ib.1.14; τὰ πλάγια, of the regions round the celestial poles, as being transverse to the diurnal rotation, Arist.Cael.285b12; horizontal, μεσηγὺ δύο στύλων στρωτῆρα π. εὖ προσδῆσαι Hp.Art.7; πλάγι' ἐστὶ τἄλλα, τοῦτο δ' ὀρθὸν θηρίον Philem.3; of window bars, opp. ἀντία, PCair.Zen.663.8 (iii B. C.); so ξύλον κρεμάσαι π. Paul.Aeg.6.99; πλαγία Σελήνη, opp. ὀρθή, Cat.Cod.Astr.8(3).174; πλαγία φάλαγξ = an army in march with extended front, transverse to the direction of march, Ascl.Tact.10.1, 11.1; also of ships, π. παραβάλλουσαι ἀλλήλαις Plb.1.22.9; παρεδίδου π. [τὰς τριήρεις] τοῖς Ἕλλησι Plu.Them.14; π. ὥσπερ πνεύματι παραδιδοὺς ἑαυτόν Id.2.28d.
2 πλάγια, τά, sides, flanks, τῆς Σκυθικῆς Hdt.4.49; τὸ πλάγιον, of the body, Arist.PA657b21, IA 713b31.
b especially in military sense, τοῖς πλαγίοις ἐπιέναι = attack the flanks, Th.4.32; εἰς τὰ πλάγια παραγαγεῖν, εἰς τὰ πλάγια παραπέμψαι, to make an army file off right and left, X.An.3.4.14, 6.3.15; πλάγια λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Id.Cyr.7.1.26, etc.; π. παραπορεύεσθαι Plb.6.40.7.
3 of ground, sloping, Gp.2.46.2.
4 freq. with Preps. in adv. sense, εἰς τὸ πλάγιον = sideways, (ῥὶς) ἐς τὸ πλάγιον κατάγνυται Hp.Art. 38; δρέπανα εἰς π. ἀποτεταμένα X.An.1.8.10; ἐς τὰ π. παραπλέοντες Th.7.40; opp. εἰς τὸ ἀντίον, X.Eq.12.12; εἰς πλάγια, opp. καταντικρύ, Pl.Tht.194b; ἐκ πλαγίου, opp. καταντικρύ, Id.R.598a; ἐκ πλαγίου = in flank, especially in military sense, Th.4.33, 7.6, X.HG6.5.26; ἐκ τῶν πλαγίων Arist.Mete.377b29; ἐκ πλαγίων Id.Pr.912b28; ἐκ πλαγίων τῆς σκηνῆς LXX Nu.3.29; ἐκ πλαγίας Arist.Mete.372a11; ἐν τῷ πλαγίῳ ib.378a3; ἐπὶ τὸ πλάγιον Id.IA712b17; πρόσθεν ἢ κατὰ πλάγια in front or in flank, X.Cyr.5.2.1: regul. Adv. πλαγίως rare, Aen.Tact.32.2 (cj.), Arist.Mech.850b37, Luc.Symp.47: neut. πλάγιον as adverb, Inscr.Prien.363.13 (iv B. C.), al.
II metaph., crooked, treacherous, φρένες Pi.I.3.5; σὺν πλαγίῳ κόρῳ στείχοντα Id.N.1.64; πλάγια φρονεῖν E.IA332; πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Plb.4.8.11; πλάγιον ἐν τῷ πολέμῳ γεγονέναι = he had not acted straight in the war, he was wavering, Id.30.1.6, etc.; προβλήματα πλάγια involving arrière-pensée, Hermog.Inv.4.13. Adv. πλαγίως, χρώμενοι ταῖς διαβολαῖς Plu.2.856c; but simply, indirectly, by implication, Ph.2.173; with an innuendo, Plu.2.205b.
III Gramm., πτῶσις πλαγία = oblique case, Stoic.2.60: freq. in plural, D.H.Comp.6, A.D.Pron. 23.1,al., S.E.M.1.177.
2 πλαγία λέξις = dependent construction, Demetr. Eloc.198; τὸ πλάγιον, opp. τὸ εὐθύ, ib.104.
IV πλάγιον, τό, technical term of uncertain meaning in connection with enrolment of ἔφηβοι, Chron.d' Égypte 7 (1932).301, Sammelb.7239.25 (ii A. D.), BGU1084.31(ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 623] auch 2 Endgn, quer, schief, schräg; Thuc. 7, 59; Gegensatz von καταντικρύ, Plat. Rep. X, 598 a, von ὕπτιος, Tim. 43 e; πλάγιόν τινα καταβάλλειν, Charm. 155 c; καὶ σκολιά, Theaet. 194 b. – Τὰ πλάγια, die Seiten, Her. 4, 49; bes. beim Heere, die Flanken, Thuc. 4, 32 Xen. Cyr. 5, 2, 1 u. öfter; εἰς τὰ πλάγια παραγαγών, An. 3, 4, 14, rechts und links aufmarschiren lassen; Sp., ἐκ τῶν πλαγίων προσπίπτειν, Pol. 1, 22, 8 u, öfter (wie ἐκ πλαγίου, Thuc. 4, 33 u. sonst); er vrbdt auch αἱ ἐκ τῶν πλαγίων πλευραί, 1, 22, 10, u. πλάγιαι παραβάλλουσιν ἀλλήλαις αἱ νῆες, 1, 22, 9. – Τοῖς κόλαξιν εὐλήπτους καὶ πλαγίους παραδίδωσιν, eine Blöße geben, Plut. de adul. et am. discr. 37; vgl. οὐκ ἐκπλαγησόμεθα παντάπασιν ὑπὸ τούτου οὐδὲ πλαγίους παραδώσομεν ἑαυτοὺς ὥσπερ ὑπὸ ῥεύματος λείου φέρεσθαι, Svmp. 7, 5, 4, u. Them. 14. – Übertr. als Gegensatz des Graden, unredlich, zweideutig, hinterlistig, πλαγίαις φρένεσσιν, Pind. I. 3, 5, vgl. N. 1, 64; πλάγια φρονεῖς, Eur. I. A. 332; u. bes. in späterer Prosa, πλάγιον ἐν τῷ πολέμῳ γεγονέναι, zweideutig, unzuverlässig, Pol. 30, 1, 6, καὶ ἀγεννεῖς, 4, 8, 11, u. Sp. – Bei den Gramm. sind πτώσεις πλάγιαι casus obliqui, D. L. 7, 64.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
I. 1 oblique, qui n'est pas en ligne droite, qui est de côté : ἐκ πλαγίου, obliquement, de côté ; πλάγιος αὐλός ÉL flûte traversière;
2 qui présente le flanc, transversal : πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους XÉN prendre l'ennemi en flanc ; τὰ πλάγια, les côtés, les flancs ; ἐκ πλαγίου XÉN de flanc ; εἰς τὰ πλάγια, κατὰ πλάγια, m. sens. ; fig. πλάγιον παραδιδόναι ἑαυτόν PLUT prêter le flanc (à des reproches, à des attaques, etc.);
II. fig. qui emploie des moyens obliques, équivoque, fourbe.
Étymologie: R. Πλαγ, égarer.
Russian (Dvoretsky)
πλάγιος: (ᾰ)
1 косой, косвенный (φορά Plat.);
2 находящийся сбоку, боковой (μαστοί Arst.): πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους Xen. атаковать неприятеля с флангов; πλάγιον παραδιδόναι ἑαυτόν Plut. подставить свой фланг (неприятелю);
3 непрямой, лукавый (πλάγιαι φρένες Pind.; πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Polyb.);
4 колеблющийся, ненадежный (ἐν τῷ πολέμῳ Polyb.);
5 грам. косвенный (πτώσεις Sext.). - см. тж. πλάγιον.
Greek (Liddell-Scott)
πλάγιος: [ᾰ], -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον· (ἴδε πλάγος)· ― ὡς καὶ νῦν, Λατ. obliquus, transversus, Θουκ. 7. 59, κτλ.· πλ. φορά, πλαγία κίνησις, Πλάτ. Τίμ. 39Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀντία (εὐθεῖα), αὐτόθι 43Ε· πλάγιον τιθέναι τι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀρθόν, Ξεν. Οἰκ. 19, 9· τάφρους τὰς μὲν πλαγίους ὀρύσσειν, τὰς δὲ ὀρθίας Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 6, 3· μαστοὶ πλ., ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 10, 36· ― παρὰ Φιλήμονι ἐν «Ἀγύρτῃ» 1, τὸ πλάγιος φαίνεται = τῷ πρανής, pronus, ― πλάγι’ ἐστὶ τἆλλα, τοῦτο δ’ ὀρθὸν θηρίον. 2) πλάγια, τά, τὰ πλάγια μέρη, τῆς Σκυθίης Ἡρόδ. 4. 49· τὸ πλ., ἐπὶ τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 7, περὶ Ζ. Πορ. 17. 2· ― μάλιστα ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, τοῖς πλαγίοις ἐπιέναι, προσβάλλειν τὰ πλάγια, Θουκ. 4. 32· τὰς δὲ (τῶν τάξεων) εἰς τὰ πλάγια παραγαγὼν Ξεν. Ἀν. 3. 4, 14· παρέπεμψε... τῶν γυμνήτων... ὡς τὰ πλάγια καὶ εἰς τὰ ἄκρα 6. 3, 15· ― ἐντεῦθεν ὡσαύτως, πλαγίους λαμβάνω τοὺς πολεμίους, προσβάλλω ἐκ τοῦ πλαγίου, ὁ αὐτ. Κύρ. 7. 1, 26, κτλ.· πλ. παραπορεύεσθαι Πολύβ. 6. 40, 7· ― οὕτω καὶ ἐπὶ πλοίων, πλάγιαι παραβάλλουσαι ἀλλήλαις ὁ αὐτ. 1. 22, 9· παρεδίδου πλαγίας [τὰς τριήρεις] τοῖς Ἕλλησι Πλουτ. Θεμιστ. 14· πλάγιον ὥσπερ πνεύματι παραδιδόναι ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 2. 28D, ἔνθα ἴδε Wyttenb. 3) συχν. μετὰ προθέσ. ἐπὶ ἐπιρρ. σημασ., εἰς τὸ πλάγιον, πλαγίως, λοξῶς, τὸ ὀστέον ἐς τὸ πλ. κατάγνυται Ἱππ. π. Ἄρθρ. 803· εἰς πλάγιον Ξεν. Ἀν. 1. 8, 10· εἰς τὰ πλάγια, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰς τὸ ἀντίον, Θουκ. 7. 40, Ξεν. Ἱππ. 12. 12· εἰς πλάγια Πλάτ. Θεαίτ. 195Β· ἴδε ἀνωτ. 2· ― οὕτως, ἐκ πλαγίου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταντικρύ, Πλάτ. Πολ. 598Α· ἐκ πλαγίου, ἐπὶ στρατιωτικῆς ἐννοίας, κατὰ τὰ πλευρά, Θουκ. 4. 33., 7. 6, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 26· ἐκ τῶν πλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 6, 6· ἐκ πλ. ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 15. 12· ἐκ πλαγίας ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 3. 2, 6., 3. 6, 9· ― ἐν τῷ πλ. αὐτόθι 3. 6, 8· ― ἐπὶ τὸ πλ. ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορ. 14. 6· ― ὡσαύτως, πρόσθεν ἢ κατὰ πλάγια, κατὰ μέτωπον ἢ κατὰ τὰ πλευρά, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 1· ― τὸ ὁμαλ. ἐπίρρ. πλαγίως εἶναι σπάνιον, Ἀριστ. Μηχ. 5. 2, Λουκ. Συμπ. 47. 4) ἐπὶ ἐδάφους, κατωφερής, κεκλιμένος, Γεωπ. 2. 46. ΙΙ. μεταφορ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ εὐθύς, πλάγιος, σκολιός, δόλιος, ἀπατηλός, φρένες Πινδ. Ι. 3.8, πρβλ. Ν. 1. 97· πλάγια φρονεῖν Εὐρ. Ι. Α. 332· πλάγιοι ταῖς ψυχαῖς Πολύβ. 4. 8, 11· πλ. ἐν τῷ πολέμῳ, δειλός, διστάζων, ὁ αὐτ. 30. 1, 6, κτλ.· ― Ἐπίρρ. -ίως, Πλούτ. 2. 856Β. ΙΙΙ. ἐν τῇ Γραμματικῇ, πτώσεις πλάγιοι, Λατ. casus obliqui, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 177. 2) τὸ πλάγιον, πλάγιος λόγος, Δημήτρ. Φαληρ. § 104, κτλ.· οὕτω, πλαγιότης, ητος, ἡ, Ἑρμογ.
English (Slater)
πλᾰγῐος crooked met., perverse καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα (N. 1.64) πλαγίαις δὲ φρένεσσιν (I. 3.5)
Greek Monolingual
-α, -ο / πλάγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι' ἐστὶ τἆλλα, τοῦτο δ' ὀρθὸν θηρίον», Φιλήμ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, πλαϊνός, παράπλευρος («η είσοδος είναι από την πλάγια πόρτα»)
3. μτφ. δόλιος, απατηλός ή παράνομος («πλάγια μέσα»)
4. το ουδ. ως ουσ. το πλάγι(ον)
βλ. πλάγι
5. φρ. α) (κυρίως στον πληθ.) «πλάγιες πτώσεις»
γραμμ. η γενική, η δοτική της αρχαίας και η αιτιατική, σε αντιδιαστολή προς τις ορθές ή ευθείες, δηλ. την ονομαστική και την κλητική
β) «πλάγιος λόγος» ή «πλαγία λέξις»
γραμμ. ο λόγος που μεταδίδεται με έμμεσο τρόπο και ο οποίος δεν παραμένει άθικτος, αλλά, αντίθετα, υφίσταται ορισμένες αλλοιώσεις και μετατροπές, κυριότερη από τις οποίες είναι η εξάρτησή του από ένα ρήμα, όπως λ.χ. α. ευθύς λόγος:«άνοίξατε τὰς πύλας»
πλάγιος λόγος: «Μειδίας ἐκέλευσεν ἀνοῖξαι τὰς πύλας» β. ευθύς λόγος: «τί ώρα είναι;»
πλάγιος λόγος: «με ρώτησε τί ώρα είναι»
νεοελλ.
1. φρ. α) «πλάγιο βλέμμα» — το βλέμμα με λοξή κατεύθυνση, η ματιά που ρίχνει κανείς λοξά είτε επειδή δεν θέλει να τον δουν ότι κοιτάζει είτε επειδή επιθυμεί να εκφράσει την περιφρόνηση που νιώθει για κάποιον ή για κάτι
β) «πλάγιοι συγγενείς»
μτφ. εξ αγχιστείας και όχι εξ αίματος συγγενείς
γ) «πλάγιος άνεμος»
ναυτ. άνεμος που πνέει κάθετα προς τον διαμήκη άξονα του πλοίου
νεοελλ.-μσν.
φρ. «πλάγιος ήχος»
(στη βυζαντινή μουσ.) οι τέσσερεις τελευταίοι στη σειρά της οκταηχίας ήχοι-τρόποι της βυζαντινής μουσικής, δηλ. ήχος Α', ήχος Β', ήχος Γ, ήχος Δ', ήχος πλάγιος του Α', ήχος πλάγιος του Β', ήχος πλάγιος του Γ' ή βαρύς και ήχος πλάγιος του Δ
μσν.
(για το έδαφος) επικλινής, κατωφερής
αρχ.
1. (σε σχέση με τον πόλεμο) δειλός, διστακτικός
2. οριζόντιος
3. φρ. α) «πλαγία διάμετρος» — εγκάρσια διάμετρος
β) «πλαγία φάλαγξ» στρ. τάγμα σε πορεία με εκτεταμένο και κάθετο το μέτωπό του στην κατεύθυνση της προέλασής του
γ) «πλάγιοι μαστοί» — μαστοί και στα δύο πλευρά
δ) «πλάγιος παραπορεύομαι»
στρ. πορεύομαι παράλληλα προς το πλευρό κάποιου
ε) «πλαγίῳ ὀφθαλμῷ» — με λοξή ματιά.
επίρρ...
πλαγίως ΝΜΑ, πλάγια Ν
με πλάγια διεύθυνση, λοξά, πλαγιαστά
νεοελλ.
1. παραπλεύρως, δίπλα
2. με ύπουλο, δόλιο, απατηλό τρόπο
αρχ.
1. με υπαινιγμούς, με υπονοούμενα
2. μτφ. με έμμεσο τρόπο και ὁχι απευθείας («πλαγίως χρώμενοι ταῖς διαβολαῖς», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πλάγιος (< plә2-g-jo) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pelā-/pelә2-/plā- «ευρύς, επίπεδος, απλώνω» (πρβλ. παλάμη, παλαστή, πέλανος, πέλαγος, πλήσσω) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν της ρίζας (πρβλ. πλάξ) και ηχηρή ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. πέλα-γ-ος). Το επίθ. πλάγιος παράγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, από κάποιο όν. με σημ. «οριζόντια επιφάνεια» και συνδέεται με λατ. plaga «χώρα, δίχτυ για κυνήγι που απλώνεται κατά μήκος, πλαγίως», γερμ. flach «επίπεδος». Το επίθ. πρέπει να δήλωνε αρχικά τον επίπεδο, τον απλωμένο, τον οριζόντιο και επομένως αυτόν που δεν είναι κάθετος, ορθός, απ' όπου προήλθε η σημ. «αυτός που έχει κλίση, πλαγιαστός, λοξός» και κατ' επέκταση «όχι ευθύς, έμμεσος, διστακτικός, δόλιος, παράνομος».
ΠΑΡ. πλαγιάζω, πλαγιότητα (-της)
αρχ.
πλαγιόθεν, πλαγιώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πλαγίαυλος, πλαγιοτομία, πλαγιοφύλαξ (-ακας)
αρχ.
πλαγιοβάτης, πλαγιόκαρπος, πλαγιόκαυλος, πλαγιομάγαδις, πλαγιοφορούμαι, πλαγιοχαίτης
μσν.
πλαγιόμματος, πλαγιόσκελος, πλαγιόφαλλος
νεοελλ.
πλαγιοβάδιση, πλαγιοβάδισμα, πλαγιοβάμων, πλαγιοδέτης, πλαγιοδιποδίζω, πλαγιοδρομία, πλαγιοδρομώ, πλαγιοκλίμαξ, πλαγιοκόπτης, πλαγιοποδίζω, πλαγιόστομοι, πλαγιότιτλο, πλαγιοτροχασμός, πλαγιοφυλακή, πλαγιοφύλαξη. (Β' συνθετικό) αρχ. παραπλάγιος, υποπλάγιος].
Greek Monotonic
πλάγιος: [ᾰ], -α, -ον και -ος, -ον (πλάγος)·
I. 1. τοποθετημένος λοξά, κυρτός, γυρτός, Λατ. obliquus, σε Θουκ.
2. πλάγια, τά, οι πλευρές, σε Ηρόδ.· με στρατιωτική σημασία, τοῖς πλαγίοις ἐπιέναι, χτυπώ τις πλευρές, σε Θουκ.· εἰς τὰ πλάγια παράγειν ή παραπέμπειν, διατάζω το στράτευμα να παραταχτεί δεξιά και αριστερά, σε Ξεν.· πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους, προσβάλλω τον εχθρό από τα πλάγια, στον ίδ.
3. με πρόθ. με επιρρ. σημασία, εἰς πλάγιον, πλαγίως, λοξά, στον ίδ.· εἰς τὰ πλάγια, αντίθ. προς εἰς τὸ ἀντίον, σε Θουκ.· -ἐκ πλαγίου κατά τα πλευρά, στον ίδ.· κατὰ πλάγια, σε Ξεν.
II. μεταφ., ο μη ευθύς, πλάγιος, σκάρτος, ύπουλος, φρένες, σε Πίνδ.· πλάγια φρονεῖν, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: level, athwart, crooked, τὰ πλάγια the sides, flanks (Pi., IA.).
Compounds: Some compp., e.g. πλαγιό-καυλος with side-stalks (Thphr.; Strömberg Theophrastea 108f.), παρα-πλάγιος sideways, oblique (Thphr.).
Derivatives: πλαγι-άζω to turn amiss, sideward, to lead astray (LXX, Ph., Plu.) with -ασμός m. lateral direction, aberrance (Epicur.); -όω id. (X.) with -ωσις H. as explanation of λόξωσις. --Besides, either as backformation (after πλάτος a.o.) or as independent verbal noun (cf. bel.), πλάγος n. side (Tab. Heracl.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation with ιο-suffix (Schwyzer 466) from a noun horizontal plain, obliquity (cf. Lat. plag-a quarter, region etc.) or from a verb flatten, which is also assumed in πέλαγος (s. v.); here from Germ. e.g. OHG flah flach', OS flaka f. sole of the foot; with monosyll. full grade also OWNo. flōki m., OE flōc n. flounder (IE *plāg- = *pleh₂g- beside *pelǝg- = *pelh₂g-(?) in πέλαγος). -- WP. 2, 90f., Pok. 832, W.-Hofmann s. plaga w. further forms a. lit. -- Cf. πλάξ, also πλήσσω. - The form cannot be IE, a the short α cannot be explained; so Pre-Greek?
Middle Liddell
πλᾰ́γιος, α ον, ος, ον, πλάγος
I. placed sideways, slanting, aslant, Lat. obliquus, Thuc.
2. πλάγια, ων, τά, the sides, Hdt.:—in military sense, τοῖς πλαγίοις ἐπιέναι to attack the flanks, Thuc.; εἰς τὰ πλ. παράγειν or παραπέμπειν to make an army file off right and left, Xen.; πλαγίους λαβεῖν τοὺς πολεμίους to take the enemy in flank, Xen.
3. with Preps. in adverb. sense, εἰς πλάγιον obliquely, Xen.; εἰς τὰ πλάγια, opp. to εἰς τὸ ἀντίον, Thuc.; —ἐκ πλαγίου in flank, Thuc.; κατὰ πλάγια Xen.
II. metaph. not straightforward, crooked, treacherous, φρένες Pind.; πλάγια φρονεῖν Eur.
Frisk Etymology German
πλάγιος: {plágios}
Meaning: waagerecht, quer, schief, τὰ πλάγια die Seiten, Flanken (Pi., ion. att.).
Composita: Einige Kompp., z.B. πλαγιόκαυλος mit Seitenstengeln (Thphr.; Strömberg Theophrastea 108 f.), παραπλάγιος seitlich, schräg (Thphr.).
Derivative: Davon πλαγιάζω in die Quere, seitwärts richten, irre führen (LXX, Ph., Plu. usw.) mit -ασμός m. Querrichtung, Verirrung (Epikur. u.a.); -όω ib. (X.) mit -ωσις H. als Erklärung von λόξωσις. —Außerdem, entweder als Rückbildung (nach πλάτος u.a.) oder als unabhängiges Verbalnomen (vgl. u.), πλάγος n. Seite (Tab. Heracl.).
Etymology: Bildung mit ιο-Suffix (Schwyzer 466) von einem Nomen horizontale Fläche, Quere (vgl. lat. plag-a Fläche, Gegend) oder von einem Verb flach ausbreiten, das auch in πέλαγος (s. d.) eine Spur hinterlassen hat; hierher aus dem Germ. z.B. ahd. flah ’flach’, asächs. flaka f. Fußsohle; mit einsilbiger Hochstufe noch awno. flōki m., ags. flōc n. Flunder (idg. *plāg- gegenüber *peləg- in πέλαγος). — WP. 2, 90f., Pok. 832, W.-Hofmann s. plaga m. weiteren Formen u. Lit. — Vgl. πλάξ, auch πλήσσω.
Page 2,547
English (Woodhouse)
deceitful, dishonest, oblique, transverse
Mantoulidis Etymological
(=ἁπλωμένος σέ ἐπίπεδη ἐπιφάνεια). Σχετίζεται μέ τό πέλαγος. Τό πλάγιος ἐτυμολογεῖται ἀπό τήν ἀρχαία δωρ. λέξη πλάγος (=πλάγιο μέρος).
Παράγωγα: πλαγιῶ (=παραπλανῶ), πλαγίωσις, πλαγιάζω, πλαγιασμός, πλαγίαυλος.
Lexicon Thucydideum
obliquus, transversus, slanting, crosswise, 7.59.3,
a latere, from the side, 4.33.1, 7.6.2,
latera, flanks, sides, 4.32.3, 4.35.4. 7.40.5.