ποιότης

Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A quality, Pl.Tht.182a (where he apologizes for the use of the word as ἀλλόκοτον ὄνομα), Arist.Cat.8b26, EN1173a15 (pl.), Gal.Nat.Fac.1.2, POxy.2113.16 (iv A.D.), etc.; of size, Babr. 28.10, Aesop.84.

German (Pape)

[Seite 652] ητος, ἡ, Beschaffenheit, Eigenschaft, qualitas; Plat. Theaet. 182 a; Arist. eth. Nic. 10, 3, 1 im plur.; Sp., wie S. Emp.; Plut. adv. Col. 5; vgl. Lob. Phryn. p. 350.

Greek (Liddell-Scott)

ποιότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. qualitas, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α (ἔνθα ἀπολογεῖταί πως ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ἣν καλεῖ ἀλλόκοτον ὄνομα), Ἀριστ. Κατηγ. 8. 1 κἑξ., Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 1· ἐπὶ μεγέθους ἢ ὄγκου, Βαβρ. 28. 10· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 350.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
qualité d’une chose.
Étymologie: ποῖος.

Greek Monotonic

ποιότης: -ητος, ἡ, ποιότητα, σε Πλάτ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ποιότης: ητος ἡ качественная определенность, качество Plat., Arst., Sext., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποιότης -ητος, ἡ [ποιός] hoedanigheid, eigenschap

Middle Liddell

ποιότης, ητος, ἡ,
quality, Plat., Arist.