ποιότης
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ποιότητος, ἡ, quality, Pl.Tht.182a (where he apologizes for the use of the word as ἀλλόκοτον ὄνομα), Arist.Cat.8b26, EN1173a15 (pl.), Gal.Nat.Fac.1.2, POxy.2113.16 (iv A.D.), etc.; of size, Babr. 28.10, Aesop.84.
German (Pape)
[Seite 652] ποιότητος, ἡ, Beschaffenheit, Eigenschaft, qualitas; Plat. Theaet. 182 a; Arist. eth. Nic. 10, 3, 1 im plur.; Sp., wie S. Emp.; Plut. adv. Col. 5; vgl. Lob. Phryn. p. 350.
French (Bailly abrégé)
ποιότητος (ἡ) :
qualité d'une chose.
Étymologie: ποῖος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιότης ποιότητος, ἡ [ποιός] hoedanigheid, eigenschap
Russian (Dvoretsky)
ποιότης: ητος ἡ качественная определенность, качество Plat., Arst., Sext., Plut.
Greek Monotonic
ποιότης: ποιότητος, ἡ, ποιότητα, σε Πλάτ., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
ποιότης: ποιότητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. qualitas, Πλάτ. Θεαίτ. 182Α (ἔνθα ἀπολογεῖταί πως ἐπὶ τῇ χρήσει τῆς λέξεως ἣν καλεῖ ἀλλόκοτον ὄνομα), Ἀριστ. Κατηγ. 8. 1 κἑξ., Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 1· ἐπὶ μεγέθους ἢ ὄγκου, Βαβρ. 28. 10· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 350.
Greek Monolingual
η / ποιότης, ποιότητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν ποιός
η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός», Γεωπ.)
2. (φιλοσ.) α) (με γενική σημ.) κάθε ιδιότητα είτε αυτή ανήκει στην ουσία ενός πράγματος είτε αποδίδεται επιπρόσθετα σ' αυτήν
β) (ως ειδική κατηγορία) εσωτερικός απόλυτος προσδιορισμός της ουσίας, προσδιορισμός της ουσίας σε σχέση με αυτήν την ίδια και όχι σε σχέση με κάτι άλλο
νεοελλ.
1. εμπόρευμα που διακρίνεται από ένα ομοειδές του χάρη στις ιδιότητές του (α. «πρώτη ποιότητα» β. «δεύτερη ποιότητα»)
2. (βυζ. μουσ.) τρόπος εκτέλεσης που ομορφαίνει το μέλος
3. φρ. α) «απόκρυφες ποιότητες»
(στη σχολαστική φιλοσ.) αυθύπαρκτες ιδιότητες που επιτρέπουν την εξήγηση ορισμένων φυσικών φαινομένων, όπως λ.χ. του μαγνητισμού
β) «αντικειμενικές ποιότητες»
(κατά τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) οι ιδιότητες που έχουν εξ αντικειμένου τα πράγματα, όπως είναι λ.χ. το σχήμα, το μέγεθος, η κίνηση
γ) «υποκειμενικές ποιότητες»
(κατά τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) ποιότητες που συνδέονται με την αισθητηριακή ικανότητα του ανθρώπου, όπως είναι λ.χ. το χρώμα, ο ήχος, η γεύση
δ) «πρώτες [ή πρώτιστες ή αρχικές] ποιότητες» — όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη σχολαστική φιλοσοφία και αργότερα από τον Λοκ και άλλους φιλοσόφους προς διάκριση τών θεωρούμενων ως βασικών ποιοτήτων, αδιαχώριστων από την ιδέα της ύλης και ενυπαρχουσών στα σώματα, από τις λεγόμενες δεύτερες ή δευτερεύουσες ποιότητες, οι οποίες απορρέουν από τις πρώτες και δεν ενυπάρχουν στα σώματα
αρχ.
1. το μέγεθος
2. ο όγκος.
Middle Liddell
ποιότης, ποιότητος, ἡ,
quality, Plat., Arist.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ποῖος (=τί λογῆς).
Translations
quality
Afrikaans: kwaliteit; Albanian: kualitet; Arabic: نَوْعِيَّة, جَوْدَة; Armenian: որակ; Assyrian Neo-Aramaic: ܕܵܐܟ݂ܝܼܘܼܬܵܐ; Azerbaijani: keyfiyyət; Belarusian: якасць; Bengali: গুণ; Bikol Central: kalidad; Bulgarian: качество; Burmese: အရည်အသွေး, အမျိုးအရိုး; Catalan: qualitat; Chinese Mandarin: 質量, 质量, 品質, 品质; Czech: kvalita, jakost; Danish: kvalitet; Dutch: kwaliteit; Esperanto: kvalito; Estonian: kvaliteet; Finnish: laatu; French: qualité; Galician: calidade; Georgian: ხარისხი; German: Qualität; Greek: ποιότητα; Ancient Greek: ποιότης; Hebrew: אֵיכוּת; Hindi: गुण, गुणवत्ता; Hungarian: minőség; Icelandic: gæði; Ido: qualeso; Indonesian: kualitas; Interlingua: qualitate; Italian: qualità; Japanese: 品質, 質; Kazakh: сапа; Khmer: គុណភាព; Korean: 질(質), 품질(品質); Kurdish Central Kurdish: چۆنیەتی; Northern Kurdish: çawanî, kalîte; Kyrgyz: сапат; Lao: ຄຸນນະພາບ; Latgalian: kaideiba; Latin: qualitas; Latvian: kādība, kvalitāte; Lithuanian: kokybė; Macedonian: квалитет; Malagasy: toetra; Malay: mutu, kualiti, kualitas; Malayalam: നിലവാരം; Maori: kounga; Mongolian Cyrillic: чанар; Mongolian: ᠴᠢᠨᠠᠷ; Neapolitan: qualetà; Norman: qualitaï; Norwegian: kvalitet; Occitan: qualitat; Old English: hwelcnes; Oromo: waandansaa; Pashto: نوعيت; Persian: کیفیت, کوالیته; Polish: jakość; Portuguese: qualidade; Romanian: calitate; Russian: качество, уровень; Serbo-Croatian Cyrillic: квалитета; Roman: kvalitéta; Slovak: kvalita, akosť; Slovene: kakóvost, kakovost; Spanish: calidad, estofa; Swedish: kvalitet, kvalité; Tagalog: kalidad; Tajik: сифат; Tamil: பண்பு; Tatar: сыйфат; Telugu: నాణ్యత; Thai: คุณภาพ; Turkish: kalite, nitelik; Turkmen: hil; Ukrainian: якість; Urdu: صفت, گن; Uyghur: سۈپەت; Uzbek: sifat; Vietnamese: chất lượng; Yiddish: קוואַליטעט