πολτάριος

Revision as of 17:46, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, = Lat.    A pultarius, Gal.13.280, Gloss.:—Dim. βουλτᾱρίδιον, τό, PHolm.2.40.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χύτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pultarius «χύτρα» < λατ. puls, pultis «πολτός», το οποίο δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική πιθ. μέσω της Ετρουσκικής].