πολτός
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, πόλτος, Α
1. ουσία ή μάζα μαλακή και υδαρής
2. χυλός, κουρκούτι
νεοελλ.
1. (χημ.-τεχνολ. τροφ.) αιώρημα, λίγο πολύ μεγάλων τεμαχίων μιας ουσίας σε ένα υγρό έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ιξώδης ρευστή μάζα
2. χημ. ονομασία διαλυμάτων χημικών ουσιών τα οποία χρησιμοποιούνται στη γεωργία για τους ψεκασμούς τών φυτών για προστασία από έντομα, μύκητες κ.ά. εχθρούς
3. φρ. «βασιλικός πολτός» — προϊόν πολτώδους σύστασης το οποίο παράγεται από τις μέλισσες, προορίζεται για τη διατροφή τών απογόνων της βασίλισσας, είναι πλούσιος σε ορισμένα αμινοξέα και βιταμίνες και γι' αυτό θεωρείται ότι έχει πολύτιμες ιδιότητες για τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τη λ. πάλη «λεπτό αλεύρι» ή το λατ. pollen με την ίδια σημ. και εμφανίζει κατάλ. -τος όπως οι λ. χόρ-τος, φόρ-τος].