πολυάμπελος

Revision as of 17:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A with many vines, B.7 (Fr.), Sch. D Il.2.507, etc.

German (Pape)

[Seite 659] von oder mit vielen Weinstöcken, Schol. Il. 2, 507 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάμπελος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ἀμπέλους, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 507, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄμπελος (πρβλ. ολιγ-άμπελος, ορθ-άμπελος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάμπελος -ον [πολύς, ἄμπελον] rijk aan wijnstokken.