πολυδιοίκητος

Revision as of 17:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A widely distributed, all-pervading, πνεῦμα Secund. Sent. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῡμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευ-διοίκητος].