πολυμαθημοσύνη

Revision as of 17:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Ep.πουλ-, ἡ,    A = πολυμαθία, Timo 20.

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, = πολυμάθεια, Hippo u. Timon bei Ath. XIII, 610 b, in poet. Form πουλυμ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμᾰθημοσύνη: Ἐπικ. πουλ-, ἡ, = πολυμαθία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 610Β.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυμαθημοσύνη, ἡ, Α
το να είναι κανείς πολυμαθής, πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μαθημοσύνη (< μανθάνω)].