πολυμαθία
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
Ion. πολῠμᾰθίη, ἡ,
A much learning, π. νόον ἔχειν οὐ διδάσκει Heraclit.40; opp. πολυνοΐη, Democr.65, cf. Anaxarch.I, Pl.Lg.811a, 819a; as a subject of competition, Michel913.8 (Teos, ii B.C.).
II cf. Πολύμνια.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, = πολυμάθεια, Plat. Legg. VII, 811 a 819 a, v.l. πολυμάθεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. πολυμάθεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυμαθία -ας, ἡ, Ion. πολυμαθίη [πολυμαθής] geleerdheid.
Russian (Dvoretsky)
πολυμᾰθία: ион. πολυμᾰθίη ἡ широкая образованность, большая ученость Plat., Arst., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμᾰθία: Ἰων. πουλυμαθίη, ἡ, ἡ πολυμάθεια, τὸ νὰ εἶναί τις πολυμαθὴς (πρβλ. πολύνοια), Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 6., 9, 1, Πλάτ. Νόμ. 811Α, 819Α· ἡ π. πολλὰς ταραχὰς ποιεῖ Ἀριστ. Ἀποσπ. 51· ― τὸ πολυμάθεια ἀπαντᾷ συχν. ὡς διάφ. γραφ.
Greek Monolingual
και πολυμαθίη, ἡ, Α
βλ. πολυμάθεια.
Greek Monotonic
πολῠμᾰθία: ἡ, πολυμάθεια, σε Πλάτ. κ.λπ.
Translations
erudition
Armenian: ներհունություն; Bengali: এলেম; Bulgarian: ерудиция; Chinese Mandarin: 博學/博学, 學識/学识, 學問/学问, 學問/学问; Danish: lærdom, erudition; Dutch: geleerdheid, eruditie; Finnish: oppineisuus; French: érudition; Galician: erudición; German: Belesenheit, Gelehrtheit, Bildung, Gelehrsamkeit; Greek: πολυμάθεια, λογιότητα, σοφία; Ancient Greek: γραμματική, πολυϊστορία, πολυμάθεια, πολυμαθημοσύνη, πολυμαθία, πολυμαθίη, πουλυμαθημοσύνη; Hebrew: אוריינות; Hungarian: műveltség, tanultság; Japanese: 博学; Korean: 박학; Latin: doctrina, eruditio; Polish: erudycja, oczytanie; Portuguese: erudição; Romanian: erudiție; Russian: эрудиция, начитанность, умственный багаж; Serbo-Croatian: načitanost, начитаност, erudicija; Spanish: erudición; Swedish: bildning, beläsenhet, lärdom, erudition, vitterhet; Tagalog: kaalaliman; Turkish: bilginlik; Ukrainian: ерудиція, багаж знань, розумовий багаж