πλατύστερνος
English (LSJ)
ον, A broad-breasted, κύνες Gp.19.2.1: Sup., Ruf. Onom.74.
German (Pape)
[Seite 627] mit breiter Brust, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
πλατύστερνος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ στῆθος, κύνες Γεωπ. 19. 2, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατύστερνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατύ, ευρύ στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + στέρνον.