πλατύστερνος

Revision as of 17:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A broad-breasted, κύνες Gp.19.2.1: Sup., Ruf. Onom.74.

German (Pape)

[Seite 627] mit breiter Brust, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

πλατύστερνος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ στῆθος, κύνες Γεωπ. 19. 2, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύστερνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατύ, ευρύ στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + στέρνον.