πλατύστερνος

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτύστερνος Medium diacritics: πλατύστερνος Low diacritics: πλατύστερνος Capitals: ΠΛΑΤΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: platýsternos Transliteration B: platysternos Transliteration C: platysternos Beta Code: platu/sternos

English (LSJ)

πλατύστερνον, broad-breasted, κύνες Gp.19.2.1: Sup., Ruf. Onom.74.

German (Pape)

[Seite 627] mit breiter Brust, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

πλατύστερνος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ στῆθος, κύνες Γεωπ. 19. 2, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλατύστερνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πλατύ, ευρύ στέρνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + στέρνον.