πολυχρηστία

Revision as of 18:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A great usefulness, Thphr.HP9.20.5.

German (Pape)

[Seite 677] ἡ, große Nutzbarkeit, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

πολυχρηστία: ἡ, μεγάλη χρησιμότης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 20, 4.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολύχρηστος
μεγάλη χρησιμότητα, μεγάλη ωφελιμότητα.