πολύσκοπος

Revision as of 18:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A far-seeing, Pi.Fr.107.1.

German (Pape)

[Seite 673] viel od. weit schauend, ἀκτὶς Ἀελίου, Pind. frg. hyporch. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πολύσκοπος: -ον, ὁ μακρὰν βλέπων, Πινδ. Ἀποσπ. 74. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βλέπει σε μακρινή απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σκοπός (< σκοπός < σκέπτομαι)].

Russian (Dvoretsky)

πολύσκοπος: далеко видящий, зоркий (ἀκτὶς ἀελίου Pind.).