ον, = sq., A ἐσθής Suid.
πορφύρειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.· πρβλ. πορφυραῖος.
-ον, Α πορφύραπορφυρός, με χρώμα πορφύρας.