πορφυρός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πορφυροῦς, -ᾶ, -οῦν, ΝΜΑ, και πορφυρός, -ά, -όν, Μ, και πορφύρεος, -έη, -ον, Α
αυτός που έχει το χρώμα της πορφύρας (α. «πορφυρά ενδύματα» β. «πορφυρά σύννεφα» γ. «πορφύρεον φᾱρος», Ομ. Οδ.
δ. «τάπητας πορφυρέους», Ομ. Οδ. ε. «καὶ ἱμάτιον πορφυροῦν περιέβαλλον αὐτόν», ΚΔ)
αρχ.
(1. για πρόσωπα ή για μέρη του σώματος) κατακόκκινος, ρόδινος (α. «πορφυρᾱ Ἀφροδίτη», Ανακρ.
β. «πορφυροῦν στόμα», Σιμων.)
2. (για άνθρωπο) ντυμένος με πορφυρά ενδύματα («πορφυροῑ καὶ χρυσόχειρες περιέρχονται», Λουκιαν.)
3. (για την ίριδα ή για νέφος) λαμπρός, φωτεινός
4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πορφυροῦν
α) το πορφυρό ιμάτιο («οὐαὶ ἡ πόλις ἠ μεγάλη, ἡ περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυροῦν καὶ κόκκινον», ΚΔ)
β) το άνθος ινδικός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πορφυρᾱ
α) τα βαθιά, σκούρα κόκκινα χρώματα
β) τα πορφυρά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. πορφύρ-εος/ -οῦς < πορφύρα, ενώ ο νεοελλ. τ. πορφυρός < αρχ. πορφυροῦς, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε -ος (πρβλ. χρυσοῦς: χρυσός), βλ. και λ. πορφύρω.