ποταμηνή
English (LSJ)
ἡ, A River-goddess, Μήτηρ Supp.Epigr.6.556 (Yalovadj).
Greek Monolingual
ἡ, Α
θεότητα του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός (πρβλ. Πέργαμος Περγαμ-ηνή)].
ἡ, A River-goddess, Μήτηρ Supp.Epigr.6.556 (Yalovadj).
ἡ, Α
θεότητα του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός (πρβλ. Πέργαμος Περγαμ-ηνή)].