πρεσβυγένεθλος

Revision as of 18:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = πρεσβυγενής, Orph.H.4.2.

German (Pape)

[Seite 699] = πρεσβυγενής, Orph. H. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβῠγένεθλος: ον,= πρεσβυγενής, Ὀρφ. Ὕμν. 3. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
πρεσβυγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + -γένεθλος (< γένεθλον), πρβλ. αριστο-γένεθλος].