πρητήριον

Revision as of 18:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. πρατήριον.

German (Pape)

[Seite 700] τό, ion. = πρατήριον, Her. 7, 23, neben ἀγορή.

Greek (Liddell-Scott)

πρητήριον: τό, Ἰων. ἀντὶ πρᾱτήριον, Ἡρόδ. 7. 23.

French (Bailly abrégé)

ion. c. πρατήριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πρατήριο.

Greek Monotonic

πρητήριον: τό, Ιων. αντί πρατήριον.

Russian (Dvoretsky)

πρητήριον: τό ион. Her. = πρατήριον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρητήριον Ion. voor πρατήριον.