πρητήριον
From LSJ
English (LSJ)
v. πρατήριον.
German (Pape)
[Seite 700] τό, ion. = πρατήριον, Her. 7, 23, neben ἀγορή.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πρατήριον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρητήριον Ion. voor πρατήριον.
Russian (Dvoretsky)
πρητήριον: τό ион. Her. = πρατήριον.
Greek (Liddell-Scott)
πρητήριον: τό, Ἰων. ἀντὶ πρᾱτήριον, Ἡρόδ. 7. 23.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. πρατήριο.
Greek Monotonic
πρητήριον: τό, Ιων. αντί πρατήριον.