προδιαθερμαίνω

Revision as of 18:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A warm through before, in Pass., Gal.7.187.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαθερμαίνω: θερμαίνω ἐντελῶς πρότερον, Γαλην. τ. 7, σ. 77.

Greek Monolingual

Α
θερμαίνω εντελώς κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαθερμαίνω «θερμαίνω κάτι εντελώς»].