διαθερμαίνω
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
warm through, Pl.Ti.65e, Arist.Pr.880b11, etc.:—Pass., to be heated, Thphr. CP 6.9.3; to be overheated, Hp.Art.50; by drinking, D.19.197, Plu.2.622c.
Spanish (DGE)
I 1calentar del todo, penetrar el calor como proceso fisiológico, natural o patológico, que se produce en el cuerpo τὴν κοιλίην δ. καὶ τὴν κύστιν Hp.Aër.9, cf. Pl.Ti.65e, Arist.Pr.880b11, en v. pas. διαθερμαίνεται ὑπ' αὐτοῦ (τοῦ πύου) τὸ σῶμα πᾶν Hp.Morb.1.15, gener. αἳ δὲ ὑπὸ τοῦ ἡλίου διαθερμαινόμεναι Democr.B 5.2
•abs. producir calor πόνοι ... ἡσυχῇ διαθερμαίνοντες Hp.Vict.1.32, (ὁ ἥλιος) ἀπὸ δὲ μέσου ἡμέρας ... συμμετρότατα ἔχει πρὸς τὸ διαθερμᾶναι Arist.Pr.944a19, cf. LXX Ex.16.21, (τὸ δίκταμνον) διαθερμαίνει γὰρ ἀπὸ μικροῦ σφόδρα Thphr.HP 9.16.2.
2 ref. a pers., fig. encender el ánimo, exaltar, inflamar τὴν ψυχήν Pl.Phdr.253e, ἐκείνους ὁ μὲν Κάτων ... διεθέρμαινεν Plu.Cat.Mi.61
•frec. ref. a la bebida οἴνου πολλοῦ διαθερμαίνοντος αὐτοῦ τὴν ψυχήν Aristaenet.1.25.17, en v. pas. τὸν Αἰσχύλον φασὶ τὰς τραγῳδίας πίνοντα ποιεῖν καὶ διαθερμαινόμενον Plu.2.622e, cf. D.19.197.
II en v. med.-pas.
1 calentarse, entrar en calor, recobrar el calor en el catarro ἐκ μὲν τῆς ψύξιος διαθερμανθῆναι Hp.VM 18, en la digestión ὅταν τὰ σιτία διαθερμαίνηται Hp.Vict.3.78, ὅπως μὴ βιαίως διαθερμαίνονται (σάρκες) Hp.Vict.2.66, en la masticación (τὰ ξηρά) διαθραυόμενα ... καὶ διαθερμαινόμενα Thphr.CP 6.9.3, cf. Hp.Epid.1.26.11, Int.51, Nat.Puer.12, καὶ διεθερμάνθη ἡ σὰρξ τοῦ παιδαρίου y el cuerpo del niño entró en calor LXX 4Re.4.34, ἕως διεθερμάνθη ἡ ἡμέρα LXX 1Re.11.11
•calentarse en exceso τὸ ὀστέον Hp.Art.50.
2 fig., ref. pers. inflamarse, conmoverse ἐρωτικῶς διεθερμάνθη Aristaenet.2.18.7, διεθερμάνθητε νῦν, ἐδακρύσατε Chrys.M.54.694, cf. 60.614.
German (Pape)
[Seite 578] durchwärmen, Plat. Tim. 65 e. – Med., warm werden, Dem. 19, 165 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
échauffer.
Étymologie: διά, θερμαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-θερμαίνω verwarmen, verhitten.
Russian (Dvoretsky)
διαθερμαίνω:
1 прогревать, согревать (ὑπὸ τοῦ πυρὸς διαθερμανθείς Arst.): τὸ διαθερμῆναν Plat. источник тепла;
2 pass. согреваться, разгорячаться (sc. οἴνῳ Dem.): πίνων καὶ διαθερμαινόμενος Plut. разгоряченный вином.
Greek Monolingual
(Α διαθερμαίνω)
1. θερμαίνω κάτι σε όλη τη μάζα του
2. σιγοκαίω, κουφοκαίω
μσν.
1. (για συζητήσεις) διεξάγομαι με ζωηρότητα ή πείσμα
2. υπερθερμαίνομαι
3. έχω θερμότητα
αρχ.
παθ. α) εξάπτομαι
β) καταλαμβάνομαι από μεγάλο ζήλο.
Greek Monotonic
διαθερμαίνω: μέλ. -ανῶ, ζεσταίνω, θερμαίνω μέσα από, σε Πλάτ. κ.λπ. — Παθ., ζεσταίνομαι, μέσω του ποτού, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
διαθερμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἐντελῶς θερμαίνω, Πλάτ. Τιμ. 65Ε, Ἀριστ. Προβλ. 4. 32, κτλ. -Παθ., ζεσταίνομαι, ἐξάπτομαι, Ἱππ. Ἄρθρ. 817· πίνων, διὰ τοῦ ποτοῦ, Δημ. 402. 23, Πλούτ. Ἠθ. 662Ε.
Middle Liddell
fut. ανῶ
to warm through, Plat., etc.:— Pass. to be heated, by drinking, Dem.