προδιαπλάσσω
English (LSJ)
A mould, fashion beforehand, παραδείγματα Him.Or.12.2:—Pass., Ph.2.146.
German (Pape)
Greek Monolingual
Α
διαπλάσσω
διαπλάθω, διαμορφώνω κάτι προηγουμένως.
A mould, fashion beforehand, παραδείγματα Him.Or.12.2:—Pass., Ph.2.146.
Α
διαπλάσσω
διαπλάθω, διαμορφώνω κάτι προηγουμένως.