προδότις

Revision as of 18:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ιδος, fem. of προδότης,    A betrayer, E.Hel.834, 1148(lyr.), Ar.Th.393, Com.Adesp. 595; γῆς, φίλων, E.Med.1332, Hel.931.

German (Pape)

[Seite 717] ιδος, ἡ, tem. von προδότης, Verrätherinn; Eur. Med. 1332 u. öfter; προδότιδες, Ar. Thesm. 393; Anacr. 57, 20.

Greek (Liddell-Scott)

προδότις: -ιδος, θηλ. τοῦ προδότης, ἡ προδίδουσα, Εὐρ. Μήδ. 1332, Ἑλ. 834, 951, 1148, Ἀριστοφ. Θεσμ. 593.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de προδότης.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
βλ. προδότης.

Greek Monotonic

προδότις: -ιδος, θηλ. του προδότης, προδότρια, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προδότις -ιδος, ἡ [προδίδωμι] verraadster:. πατρός τε καὶ γῆς π. verraadster van vader en vaderland Eur. Med. 1332.

Russian (Dvoretsky)

προδότις: ῐδος ἡ изменница, предательница Eur., Arph.

Middle Liddell

προδότις, ιδος, [fem. of προδότης
a traitress, Eur.