προβατοχίτων

Revision as of 18:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,    A with coat of sheep's skin, Hsch.s.v. οἰοχίτων.

German (Pape)

[Seite 711] ωνος, bei Hesych. Erkl. von οἰοχίτων.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰοχίτων.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει χιτώνα φτειαγμένο από δέρμα προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + χιτών.