προθερμαίνω
English (LSJ)
A warm first, Plu.2.725a, Gal.6.90, Procl.Sacr.p.149 B.:—Pass., of water, Arist.Mete.348b32, Fr.216.
German (Pape)
[Seite 723] vorher wärmen, Plut. Symp. 6, 4, 1 im aor. pass.
Greek (Liddell-Scott)
προθερμαίνω: θερμαίνω πρότερον, Πλούτ. 2. 690C. ― Παθ., ἐπὶ ὕδατος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 12, 15, Ἀποσπ. 208.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ΝΑ
θερμαίνω προηγουμένως
νεοελλ.
μέσ. προθερμαίνομαι
(αθλ.) κάνω ελαφρές ασκήσεις για να προετοιμαστώ για αγώνα.
Russian (Dvoretsky)
προθερμαίνω: (за)ранее нагревать (ὕδωρ προθερμανθέν Plut.).