προκαταθήγω

Revision as of 18:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A sharpen at the point before, Hsch. (Pass.).

German (Pape)

[Seite 728] vorn od. vorher schärfen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταθήγω: προακονῶ, «προκαταθήγεσθαι· προακονᾶσθαι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
ακονίζω κάτι από μπροστά ή εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταθήγω «τροχίζω, ακονίζω»].