τροχίζω
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
fut. Att. -ιῶ AP (v. infr.): (τροχός):—
A break on the wheel, torture, D.S.20.71, AP5.180 (Asclep.):—Pass., Antipho 1.20, Arist.EN1153b19; = ὑπὸ τροχοῦ κατατμηθῆναι ἢ καταθραυσθῆναι, Phryn.PS p.114B.
II furnish with wheels, Bito 58.3 (Pass.).
III Pass., run round, or perhaps take carriage exercise, Arist.Pr.935b29.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 garnir de roues;
2 rouer, livrer au supplice de la roue;
3 écraser sous les roues;
II. intr. tourner comme une roue.
Étymologie: τροχός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροχίζω [τροχός] radbraken.
German (Pape)
1 auf dem Rade umdrehen, martern, foltern; Antiph. 1.20; τροχιεῖ, Ascplds. 27 (V.181); pass., Arist. eth. Nic. 7.14.
2 mit dem Rade überfahren, beschädigen, rädern, B.A. 66.
3 mit Rädern versehen, Mathem. vett.
4 intr., im Kreise umlaufen, sich im Kreise drehen, Arist. Probl. 23.39, zweifelh.
Russian (Dvoretsky)
τροχίζω:
1 подвергать колесованию, колесовать Arst., Diod., Anth.;
2 вращать, кружить (Arst. - v.l. к τροχάζω).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και τρουχίζω και τροχάω Ν
νεοελλ.
1. ακονίζω κοπτικό εργαλείο, μαχαίρι ή ψαλίδι, με τον ακονιστικό τροχό ή με την ακόνη («παν' να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια», δημ. τραγούδι)
2. ιατρ. καθαρίζω και λειαίνω δόντι με τον τροχό
3. μτφ. εξασκώ κάποιον ή κάτι, τον κάνω ικανό («το μυαλό του δεν τροχίζεται εύκολα»)
αρχ.
1. δένω κάποιον στον τροχό, τον βασανίζω
2. παρασύρω κάποιον με τον τροχό και του προκαλώ σωματικές κακώσεις, τον τσαλαπατώ
3. βάζω ρόδες, εφοδιάζω με τροχούς
4. παθ. τροχίζομαι
α) βασανίζομαι, υφίσταμαι σωματικά βασανιστήρια στον τροχό
β) συνεκδ. ταλαιπωρούμαι πολύ
γ) γυρίζω και κυλώ σαν ρόδα, περιστρέφομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος. Ο νεοελλ. τ. τροχάω, κατά τα νεοασυναίρετα (πρβλ. σφυράω: σφυρίζω), ενώ ο τ. τρουχίζω με κώφωση (πρβλ. κουδούνι: κώδων)].
Greek Monotonic
τροχίζω: μέλ. Αττ. τροχιῶ, (τροχός), στρέφω κάποιον γύρω από τον τροχό, βασανίζω, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
τροχίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τροχὸς) δένω τινὰ ἐν τροχῷ καὶ στρεβλῶ αὐτόν, βασανίζω, Διόδ. 20. 71, Ἀνθ. Π. 5. 181. - Παθ., τροχίζεσθαι, στρεβλοῦσθαι ἐπὶ τοῦ τροχοῦ, Ἀντιφῶν 113, 33, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 13, 3, πρβλ. Α. Β. 66. ΙΙ. ἐφοδιάζω μὲ τροχούς, Ἀρχ. Μαθ. ΙΙΙ. Παθ., περιστρέφομαι ὡς τροχός, τρέχω, περιτρέχω, Ἀριστ. Προβλ. 23. 39.