προκατασπείρω

Revision as of 18:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A sow beforehand, PMeyer 12.21 (ii A.D.): metaph., implant beforehand, ἐν τοῖς θνητοῖς τὸ ἀθάνατον Aen.Gaz.Thphr. p.56B.

Greek Monolingual

Α
1. σπέρνω εκ τών προτέρων
2. μτφ. εμφυτεύω, εμβάλλω σε κάποιον κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατασπείρω «σπέρνω σε όλη την έκταση, φυτεύω»].