προλογισμός
English (LSJ)
ὁ, A previous consideration, Hierocl.in CA18p.460M.
Greek Monolingual
ὁ, Α προλογίζομαι
προηγούμενος στοχασμός, συλλογισμός.
ὁ, A previous consideration, Hierocl.in CA18p.460M.
ὁ, Α προλογίζομαι
προηγούμενος στοχασμός, συλλογισμός.