στοχασμός
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ὁ,
A conjecture, inference, guessing, μελέτης στοχασμός the power of guessing which comes from practice. Pl.Phlb. 56a; στοχασμῷ λαμβάνων, στοχασμῷ πινομένη, as much as suffices, in dosages, Lat. 'quantum sufficit', Dsc.1.48, Eup.2.21; τὸν στοχασμὸν ἀεὶ καὶ μᾶλλον ἐξακριβοῦν Gal.6.129; as a technical term in Rhet., Phld.Rh.1.167S., al.; esp. use of circumstantial evidence, Hermog.Stat.2,3.
2 regard for, τινος Plu.2.981b; τοῦ πρέποντος ib.616b; attention to, τῶν εἰρημένων ἀστέρων Ph.1.28.
II fixing of a hunting net, Poll.5.36.
German (Pape)
[Seite 949] ὁ, das Zielen od. Schießen nach einem Ziele, das zum Zweck, zur Absicht Haben, auch die Vermutung, Plat. Phil. 56 a; bes. bei den Rhett., s. Hermogen. de stas. 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de viser, action d'avoir en vue;
2 action de conjecturer.
Étymologie: στοχάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
στοχασμός: ὁ
1 стремление, помышление: ἑτέρου σ. Plut. забота о другом (о ближнем);
2 предположение, догадка (τινος Plut.): οὐ μέτρῳ, ἀλλὰ μελέτης στοχασμῷ Plat. не посредством расчета, а путем практически приобретенной смекалки.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοχασμός -οῦ, ὁ στοχάζομαι: gissing, schatting.
Greek (Liddell-Scott)
στοχασμός: ὁ, τὸ σκοπεύειν ἢ σημαδεύειν ἐναντίον τινός· ὅθεν, εἰκασία, μελέτης στοχ. Πλάτ. Φίληβ. 56Α· τοῦ πρέποντος Πλούτ. 2. 616Β· ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐν τῇ Ρητορ., Ἑρμογέν., κλπ.· - προσπάθεια, ἐνέργεια, ἀγὼν πρός τι, τινος Πλούτ. 2. 981Β. ΙΙ. τὸ στήνειν θηρευτικὸν δίκτυον (παγίδα), Πολυδ. Ε´, 30.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στοχάζομαι
νεοελλ.-μσν.
σκέψη, λογισμός («απ' ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.)
μσν.-αρχ.
πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῦ φόβητρον», Νείλ.
β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.)
αρχ.
1. εικασία («τὸν στοχασμὸν ἀει καὶ μᾶλλον ἐξακριβοῦν», Πλάτ.)
2. εκτίμηση, υπολογισμός («στοχασμὸς τοῦ πρέποντος», Πλούτ.)
3. παρατήρηση («στοχασμὸς τῶν εἰρημένων ἀστέρων», Φίλ.)
4. στήσιμο θηρευτικού διχτιού.