προσεκπνέω

Revision as of 19:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A evaporate, Zos.Alch.p.173 B.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως
2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῡμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.
αρχ.
εξατμίζομαι.