προσεκπνέω

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκπνέω Medium diacritics: προσεκπνέω Low diacritics: προσεκπνέω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΝΕΩ
Transliteration A: prosekpnéō Transliteration B: prosekpneō Transliteration C: prosekpneo Beta Code: prosekpne/w

English (LSJ)

evaporate, Zos.Alch.p.173 B.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως
2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῦμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.
αρχ.
εξατμίζομαι.