προσκαταμένω

Revision as of 19:24, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A remain at a place afterwards, αὐτόθι Hyp.Lyc. 17.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταμένω: διαμένω ἔν τινι τόπῳ προσέτι ἢ ἐπὶ πλέον, προσκατέμεινα δὲ αὐτόθι τὸν τρίτον ἐνιαυτὸν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. [XIV], 17.

Greek Monolingual

Α
διαμένω, παραμένω επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταμένω «διαμένω, παραμένω»].