προσπαραφύομαι

Revision as of 19:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Pass. with pf. Act. -πέφῡκα,    A to be attached at the side, Sor.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

προσπαραφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., παραφύομαι πρός τι, Σωραν. ἐν τῷ Ideler Phys. 1. 256.

Greek Monolingual

Α
προσαρτώμαι, προσκολλώμαι στην πλευρά κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παραφύομαι «βλαστάνω παραπλεύρως»].