πρόσκωπος

Revision as of 21:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A at the oar, rower, Th.1.10, Luc.Cat.19.

German (Pape)

[Seite 771] am, beim Ruder, rudernd; Thuc. 1, 10; Luc. Char. 1.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκωπος: -ον, ὁ πρὸς τῇ κώπῃ ὤν, ἐρέτης, κωπηλάτης, Θουκ. 1. 10, Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
penché sur les rames.
Étymologie: πρός, κώπη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά στο κουπί, ο κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -κωπος (< κώπη), πρβλ. πρό-κωπος].

Greek Monotonic

πρόσκωπος: -ον (κώπη), ερέτης, κωπηλάτης, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκωπος: ὁ гребец Thuc., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσ-κωπος -ον [πρός, κώπη] adj. aan de riem; subst. roeier.

Middle Liddell

πρόσ-κωπος, ον, [κωπή]
at the oar, a rower, Thuc.