κουπί
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Greek Monolingual
το (Μ κουπί[ο]ν)
1. όργανο που χρησιμοποιείται για την προώθηση ή την οδήγηση μικρού σκάφους και που αποτελείται από ένα μακρύ στέλεχος το οποίο στο ένα άκρο του καταλήγει σε πλατύ πτερύγιο
2. (ειδ.) το πλατύ κάτω μέρος του κουπιού, αλλ. ταρσός, σπάθη, φτερό
νεοελλ.
φρ. α) «τραβώ κουπί» — κωπηλατώ, λάμνω
β) «παίρνει το κουπί μου νερό» — εξοικειώνομαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωπίον (υποκορ. του κώπη), με κώφωση του -ω- σε -ου-].