A make poor, Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει LXX 1 Ki. 2.7.
[Seite 812] zum Bettler machen, LXX.
πτωχίζω: μέλλ. -ίσω, ποιῶ πτωχόν, κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ Ἑβδ. (Α´ Βασιλ. Β´ 7).
Α πτωχόςκαθιστώ φτωχό, φτωχαίνω κάποιον.