φτωχαίνω

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5

Greek Monolingual

και πτωχαίνω Ν φτωχός / πτωχός
1. γίνομαι φτωχός ή φτωχότερος, πτωχεύω
2. (μτβ.) μτφ. καθιστώ κάτι ή κάποιον φτωχό, περιορίζω τα μέσα και τις ικανότητες του («φτωχαίνω τη γλώσσα»).