πτύχιον

Revision as of 21:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

τό,    A folding tablet, Hdn.Gr.1.356, PMag.Lond.121.740, Zen.5.82.    II pendant of an ear-ring, PLond.5.1719.15 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

πτύχιον: τό, = πτυκτίον, Ζωναρ. 5. 82, Ἡρῳδιαν. Καθολ. Προσῳδ. τόμ. 1, σελ. 356, 6, ἔκδ. Lentz., Ἐτυμολ. Μέγ. 520, 24. Ἀρκάδ. 119, 9· ἀλλὰ παρ’ Εὐστ. 924, 42 πτυχίον, πρβλ. Ζηνοβ. Παροιμ. 5, 82. - Ἴδε Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τόμ. Ε΄, σ. 71.

Spanish

lámina, hoja de metal

Greek Monolingual

τὸ, Α πτυχή
1. πτυκτό βιβλίο, δέλτος
2. κρεμαστό εξάρτημα ενωτίου, σκουλαρικιού
3. φύλλα πτυσσόμενης θύρας.