εξάρτημα
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
Greek Monolingual
το (Α ἐξάρτημα) εξαρτώ
νεοελλ.
1. καθένα από τα μέρη που αποτελούν ένα μηχανικό σύνολο («εξάρτημα μηχανής, αυτοκινήτου» κ.λπ.)
2. άνθρωπος που εξαρτάται οικονομικά, πνευματικά κ.λπ. από άλλον και ως αντάλλαγμα υποστηρίζει τα συμφέροντα και τις αξιώσεις του
3. (γυναικολ.) «εξαρτήματα της μήτρας» — ονομασία τών σαλπίγγων και τών ωοθηκών
αρχ.
1. αυτό που είναι κρεμασμένο, που κρέμεται από κάπου
2. βάρος, βαρύ σώμα κρεμασμένο από κάπου
3. φυλαχτό.