πυκνόκαρπος

Revision as of 21:44, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A thick with fruit, Luc.Am.12.

German (Pape)

[Seite 815] mit dichten oder vielen Früchten, μυῤῥίνη, Luc. amor. 12.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς καρπούς, Λουκ. Ἔρωτ. 12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πυκνούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + καρπός].

Russian (Dvoretsky)

πυκνόκαρπος: увешанный множеством плодов (μυρρίνη Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκνόκαρπος -ον [πυκνός, καρπός] met rijke vrucht.