πύριος

Revision as of 21:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῠ], α, ον,= πύρινος (πῦρ), Iamb.Myst.2.7, Dam.Pr.9. Adv.    A -ίως Iamb.Myst.2.4 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

πύριος: -α, -ον, = πύρινος, (πῦρ) Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. 7, Συνεσ. Ὕμν. 3. 373, κτλ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ πῡρ
1. ο πύρινος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύριον
η τσακμακόπετρα.
επίρρ...
πυρίως Α
με φωτιά.