τσακμακόπετρα

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η πέτρα τσακμακιού
2. η πέτρα κάθε αναπτήρα
3. κοινή ονομασία του πυριτόλιθου, αλλ. στουρναρόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσακμάκι + πέτρα.