σανιδώδης

Revision as of 22:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A like a plank, flat, Aret.SD1.8, Plu.2.896e.

German (Pape)

[Seite 861] ες, einem Brett ähnlich, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰνῐδώδης: -ες, [[[εἶδος]]] πλατὺς ὡς σανίς, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.

Greek Monolingual

-ες / σανιδώδης, -ῶδες, ΝΑ σανίς, -ίδος]
όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα, αυτός που είναι πλατύς σαν σανίδα, σανιδοειδής.

Russian (Dvoretsky)

σᾰνῐδώδης: имеющий вид доски Plut.