σανιδοειδής

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
όμοιος με σανίδα, ιδίως ως προς το σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + -ειδής. Ο τ. σανιδοειδῆ (εἰδώλια) μαρτυρείται από το 1896 στο περιοδικό Αρχαιολογική Εφημερίς Αθηνών].