σεληνόβλητος

Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A moonstruck, epileptic, Sch.Ar.Nu.397.

German (Pape)

[Seite 870] vom Monde getroffen, d. i. mondsüchtig, Schol. Ar. Nubb. 397.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνόβλητος: -ον, βεβλημένος ὑπὸ τῆς σελήνης, ἐπιληπτικός, σεληνιαζόμενος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 398.

Greek Monolingual

-ον, Α
σεληνόπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -βλητος (< βάλλω), πρβλ. πετρό-βλητος].