σιδηρότρωτος

Revision as of 22:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A wounded with iron, Sch.D Il.13.323.

German (Pape)

[Seite 880] mit Eisen verwundet, Schol. Il. 13, 323.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρότρωτος: -ον, ὁ τρωθείς, τετρωμένος διὰ σιδήρου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 323.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πληγώθηκε με σίδηρο, με ξίφος ή με μάχαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + τρωτός (< τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος].